- ἐνεόντων
- ἐν-εἰμίsumpres part act masc/neut gen pl (epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσεπιγί(γ)νομαι — Α [ἐπιγί(γ)νομαι] 1. γίνομαι, έρχομαι επί πλέον, προστίθεμαι («τῶν ἐνεόντων κακῶν καὶ τῶν προσεπιγιγνομένων», Ιπποκρ.) 2. γίνομαι κι εγώ διαφορετικός … Dictionary of Greek